- συνουλωθέντων
- συνουλόωcause to cicatrize completelyaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνουλώνω — συνουλῶ, όω, ΝΜΑ (σχετικά με πληγή, τραύμα, έλκος) επιφέρω πλήρη επούλωση, θεραπεύω εντελώς («συνουλωθέντων τῶν ἑλκῶν», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οὐλῶ / ώνω «επουλώνω» (< οὐλή)] … Dictionary of Greek